ασκημαίνω
Look at other dictionaries:
ασκημαίνω — και ασχημαίνω 1. γίνομαι άσχημος, χάνω την ομορφιά μου 2. χειροτερεύω … Dictionary of Greek
ασκημαίνω — υνα 1. κάνω κάτι άσκημο: Με τις προσθήκες που έκανες τ ασκήμυνες το σπίτι. 2. γίνομαι άσκημος: Το παιδί όσο μεγαλώνει ασκημαίνει … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ασκημίζω — ασκημαίνω, ασκημίζω → δες ασχημαίνω, ασχημίζω … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
άσχημος — και άσκημος, η, ο (AM ἄσχημος, ον) Ι. αυτός που δεν έχει ωραία εμφάνιση, δύσμορφος μσν. νεοελλ. 1. δυσάρεστος, δυσμενής («άσχημα μαντάτα») 2. (για λόγια) προσβλητικός, υβριστικός 3. (για παράπτωμα) σοβαρός νεοελλ. 1. φοβερός, οικτρός 2. κακός,… … Dictionary of Greek
ασχημαίνω — και ασκημαίνω 1. κάνω κάποιον άσχημο, ασχημίζω 2. γίνομαι άσχημος 3. (μτφ. για πνευματικές ή ψυχικές εκδηλώσεις) χειροτερεύω, υποβιβάζομαι … Dictionary of Greek
ασχημαίνω — βλ. ασκημαίνω … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)